καταβεβλημένος

καταβεβλημένος
accoster

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • καταβεβλημένος — η, ο εξαντλημένος, καταπονημένος …   Dictionary of Greek

  • καταβεβλημένος — καταβάλλω throw down perf part mp masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβάλλω — κατέβαλα, καταβλήθηκα, καταβεβλημένος 1. βάλλω κάτω κάποιον, τον ρίχνω κάτω: Κατέβαλε τον αντίπαλό του στην πυγμαχία. 2. νικώ, υπερνικώ, υπερισχύω: Η Ρώμη κατέβαλε τελικά την Καρχηδόνα. 3. πληρώνω: Κατέβαλα την πρώτη δόση του φόρου. 4. η μτχ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασκελής — (I) ἀσκελής, ές (Α) 1. ο πολύ ταλαιπωρημένος, ο καταβεβλημένος 2. επίρρ. ἀσκελές (αιτ. ουδ.) και ἀσκελέως επίμονα, τραχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως τύπος με πολλές ερμηνευτικές δυσχέρειες. Μαρτυρείται στον Όμηρο και τον Νίκανδρο. Το θέμα… …   Dictionary of Greek

  • βραδύς — εία, ύ (AM βραδύς, εῑα, ύ) αργός, μη ταχύς αρχ. 1. (για τον νου) αργός, αργόστροφος 2. διστακτικός, αναποφάσιστος 3. το ουδ. ως ουσ. η βραδύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βραδύς ανήκει μορφολογικά στα επίθετα σε ύς, πρβλ. βραδύς, ταχύς, ωκύς κ.ά. Εάν γίνει… …   Dictionary of Greek

  • ερείπιο — το (AM ἐρείπιον, Α και ως επίθ. ἐρείπιος, ον) [ερείπω] 1. οτιδήποτε έχει καταστραφεί από τον χρόνο ή από άλλες αιτίες, αυτό που μένει μετά την καταστροφή κάποιου πράγματος, γκρεμισμένο οικοδόμημα, χάλασμα 2. (για ανθρώπους) ο λόγω ηλικίας ή… …   Dictionary of Greek

  • κατάγνυμι — (AM, Α και καταγνύω και κατάσσω και κατεάσσω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεαγώς, υία και υῑα, ός σπασμένος, κομματιασμένος, συντριμμένος μσν. οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω αρχ. 1. σπάζω σε κομμάτια, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω («δόρατα… …   Dictionary of Greek

  • καταβάλλω — (AM καταβάλλω) 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω, καταρρίπτω 2. (σχετικά με χρήματα) καταθέτω, πληρώνω, κάνω πληρωμές νεοελλ. 1. (για νόσο) εξαντλώ, εξασθενίζω, καταπονώ 2. φρ. α) «καταβάλλω κόπους (ή μόχθους)» κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ β. «καταβάλλω… …   Dictionary of Greek

  • καταβεβλημένως — (Α) επίρρ. με πολύ περιφρονητικό τρόπο, περιφρονημένα, με καταφρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταβεβλημένος μτχ. παθ. παρακμ. τού καταβάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • καταρτύω — (Α) 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («καταρτύειν τὴν ξεινίην», Ιπποκρ.) 2. μαγειρεύω 3. εκπαιδεύω, ανατρέφω («παρατρέπων καταρτύη τὴν φύσιν», Πλούτ.) 4. επαναφέρω στην τάξη, διευθετώ («ὡς πρὸς τὶ λέξων ἢ καταρτύσων παρῇ», Σοφ.) 5. εφοδιάζω («λέμβος...… …   Dictionary of Greek

  • λιμαλέος — λιμαλέος, α, ον (Α) πειναλέος, καταβεβλημένος από πείνα, ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κατάλ. αλέος (πρβλ. πειν αλέος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”